Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Ο David Bowie, τα μουσεία και οι προσεγγίσεις του πολιτισμού



Είναι χειμώνας του 2005 και βρίσκομαι για λίγες μέρες στο Μάντσεστερ. Επισκέπτομαι το Urbis, που τότε φιλοδοξούσε να αποτελέσει το Μουσείο της Πόλης του Μάντσεστερ και βλέπω μια έκθεση αφιερωμένη στις φωτογραφίες του Mick Rock, θρυλικού Βρετανού φωτογράφου, που απαθανάτισε τα αγαπημένα παιδιά της βρετανικής RocknRoll σκηνής κυρίως τη δεκαετία του ’70. O David Bowie, η Debby Harry, ο  Iggy Pop, οι Queen, παρελαύνουν σε εμβληματικές φωτογραφίες καθώς και οι παρτιτούρες, οι ηχογραφήσεις τους, τα δημοσιεύματα, μια έκθεση δηλαδή αφιερωμένη στα πρόσωπα που σημάδεψαν την παγκόσμια μουσική σκηνή τον αιώνα που πέρασε.  – Μπράβο, σκέφτομαι, μαγκιά τους. Οι Βρετανοί καταφέρνουν να μετατρέψουν σε πολιτιστική κληρονομιά τα pop και rock αστέρια τους. Φέρνουν στο μουσείο και εκθέτουν, δηλαδή θεσμοθετούν ως κληρονομιά, τη βρετανική μουσική βιομηχανία. Εμείς στην Ελλάδα, έχουμε δείξει ποτέ κάτι παρόμοιο; Ποιες πτυχές του πολιτισμού μας έχουμε αναδείξει; Από τον 20ο αιώνα κάτι; Από το πιο πρόσφατο παρελθόν μας; Ίσως ένα μουσείο ρεμπέτικου, να το στηρίξουμε και να το προβάλουμε παγκοσμίως; Κάτι; Εκτός από αρχαία, αρχαία Ελληνική τέχνη, αρχαιότητα, βυζάντιο άντε και λίγη λαογραφία (θεέ μου!)...

Δυο χρόνια πριν το Urbis, ένα άλλο μουσείο, στο Λονδίνο αυτή τη φορά, έμελε να καθορίσει τα γνωστικά μου ενδιαφέροντα και να αλλάξει τη ζωή μου. Στο Μουσείο της Πόλης του Λονδίνου κατάλαβα ότι ένας άλλος – μουσειακός – δρόμος ήταν εφικτός.
Όταν πια ανέβηκε στο Victoria and Albert Museum η έκθεση David Bowie Is, η διορατικότητα και τα μουσειακά αντανακλαστικά των Βρετανών χτύπησαν μπίνγκο ξανά. Εξαντλημένα εισιτήρια από την προπώληση, ουρές Βρετανών στο South Kensington, δημοσιότητα στο φουλ. Πολιτισμικοί και μουσειακοί ορίζοντες ανοιχτοί, τόσο, ώστε να συμπεριλάβουν τον ζωντανό (ακόμα) θρύλο τους, να τον εκθέσουν στο Εθνικό τους Μουσείο για τις διακοσμητικές τέχνες και το design και να παράξουν ένα εκθεσιακό blockbuster που ακόμα περιοδεύει ανά τον κόσμο. 


 Τα μουσεία των Άγγλων είναι αξιοζήλευτα και επιδραστικά. Inspirational για να χρησιμοποιήσω έναν δικό τους όρο. Έχουν πάντα μία εκπαιδευτική πρόθεση, είναι βιωματικά, ελκυστικά, έχουν κάτι που σε αφορά και όλο αυτό βέβαια δε θα μπορούσε να συμβαίνει αν δεν ήταν πολύ καλά διαβασμένα στην πολιτισμική και μουσειακή θεωρία. Υπάρχει και κάτι βαθύτερο όμως που ανιχνεύεται στις προσεγγίσεις της κουλτούρας και της ιστορίας. Ας πούμε η αγγλοσαξωνική επιστημολογία βρίθει από όρους όπως social history, cultural context, material culture, interpretation, management of memory / management of cultural heritage – για να αναφέρω μερικά παραδείγματα. Αντιθέτως εδώ μιλάμε συνεχώς για αρχαιολογία, παράδοση, προγόνους, εθνική ταυτότητα, ιστορία μέσα από το πρίσμα του ιστορικισμού. Ισχυρές οριοθετήσεις, αγκυλώσεις και αυτισμοί συνθέτουν το σκηνικό για το τι θεωρούμε κληρονομιά, ποιος την κατέχει, ποιος δικαιούται να μιλάει για αυτή και εν τέλει ποιος και πώς να την εκθέτει. Το αποτέλεσμα; Θεάσεις του πολιτισμού μονοσήμαντες, ανέμπνευστες και συντηρητικές. 

Επιστρέφω στο Λονδίνο. Περπατώ σε πεζοδρόμια και γειτονιές που παραμένουν οι ίδιες τα τελευταία 500 χρόνια. Θαυμάζω και κρυφοζηλεύω. Αρκεί να είσαι λίγο υποψιασμένος για να αντιληφθείς τη συνέχεια και την απουσία ρήξεων που αποτυπώνεται  παντού γύρω σου. Και ίσως λίγο περισσότερο υποψιασμένος, για να καταλάβεις πόσο διαφορετικά συγκροτήθηκαν τα δύο κράτη, πόσο αλλιώτικα διαγράφηκαν  τα εθνικά μας πεπρωμένα και όλες οι επιμέρους σελίδες τους. 

Όταν ο David Bowie εμφανίστηκε στη βρετανική τηλεόραση ένα βράδυ Πέμπτης του 1972 με καροτί μαλλί χαίτη, χρυσοπράσινη ολόσωμη αμφίεση και τραγούδησε το Starman επαναπροσδιορίζοντας τα μουσικά, ενδυματολογικά, κοινωνικά και έμφυλα ήθη του 20ου αιώνα (στη Δύση), στην Ελλάδα ζούσαμε έναν ακόμα βαρύ, πολιτισμικό και κοινωνικό χειμώνα. Μία ακόμα ρηγμάτωση, μία ασυνέχεια, από τις πολλές που επιχωριάζουν εδώ και που μοιραία επιδρούν σε κάθε γωνιά του συλλογικού είναι και της κουλτούρας του. Όμως: δεν πρέπει κάποια στιγμή να ξεκολλήσουμε από τη σκιά τους; Πότε επιτέλους θα προσεγγίσουμε και θα διαχειριστούμε τον πολιτισμό, την «κληρονομιά», το παρελθόν και το μέλλον δυναμικά, συνεκτικά, ολιστικά και προπαντώς ουσιαστικά προοδευτικά; Διάβασα πρόσφατα πως «όσο πιο ελεύθερα μπορεί κανείς να σχεδιάσει το μέλλον, τόσο πιο ελεύθερα μπορεί να ερμηνεύσει το παρελθόν», και «πως αντίστροφα, η απαισιόδοξη απόδοση αυτής της υπόθεσης είναι πως όταν δεν μπορεί να σχεδιαστεί το μέλλον, τότε οι ερμηνείες για το παρελθόν εξανεμίζονται[1]». Και εκεί νομίζω κρύβεται όλο το ζουμί και όλο το νόημα όσων έγραψα πιο πάνω.


[1] Λιάκος, Α., 2007, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία; Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 187

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου