Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

Πρέπει να μιλήσουμε για την Αυστραλία



Ναι, πρέπει, γιατί μέχρι τώρα δεν το κάναμε με τον τρόπο που επιτάσσει το δραματικό παράδειγμα της. Δεν αρκεί να μείνουμε στις προσευχές, τα αναθέματα, τις τρομολαγνικές φωτό, τις δωρεές, τις συνήθεις διαπιστώσεις για το πόσο ο άνθρωπος είναι το χειρότερο ον στον πλανήτη, κλπ, κλπ. 


Να μιλήσουμε για την Αυστραλία σημαίνει να μιλήσουμε ανοιχτά για την κλιματική αλλαγή. Η οποία είναι εδώ, συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο και θα έχει ολέθριες συνέπειες για τον ανθρώπινο πολιτισμό και τα οικοσυστήματα αν δεν αναχαιτιστεί άμεσα. Καμία τρομολαγνεία σ’ αυτό. Απλά η σκληρή πραγματικότητα . 


Σημαίνει πως πρέπει να θυμώσουμε, να απαιτήσουμε, να ξεβολευτούμε. Πρωτίστως να ενημερωθούμε. Ακόμα και στο peak των καταστροφών την προηγούμενη βδομάδα, πέρα από τον καταιγισμό των εικόνων και το δέος που όλοι μοιραστήκαμε, λίγος αναλογικά χώρος αφιερώθηκε στην ουσιαστική συζήτηση για το θέμα. Η Αυστραλία καιγόταν και καίγεται δηλαδή, μία βιβλική καταστροφή συντελείτο και τα θέματα που σχολιάζονταν αφορούσαν είτε το σταθερά προσφιλές, σοβαρό και οπωσδήποτε πιο αρρενωπό θέμα του ενδεχόμενου πολέμου στη Μέση Ανατολή είτε θέματα πολύ υποδεέστερα της περίστασης. 


Υπάρχουν βέβαια και οι αρνητές της κλιματικής κρίσης, κόσμος που δεν έχει πειστεί ακόμα για τα ανθρωπογενή αίτιά της, γενικά όμως βολεύει όλες τις πλευρές να αντιστέκονται στα αμείλικτα δεδομένα και να μειώνουν τη σημασία τους.


Φαντάζει η Αυστραλία πολύ μακριά από μας, εκεί στην άλλη άκρη της γης? Ποιος ξέρει τί μπορεί να συμβεί στην Ευρώπη, στα Βαλκάνια ή στην Ελλάδα μετά από μία περίοδο μεγάλης ξηρασίας? Η Μεσόγειος και η Ελλάδα αποτελούν ιδιαίτερα ευαίσθητες ζώνες για την κλιματική αλλαγή και την εμφάνιση ακραίων φαινομένων. Η Ελληνική Πολιτεία δεν έχει πλήρως αναγνωρίσει το φαινόμενο, δεν έχει διαμορφώσει έναν μακροχρόνιο σχεδιασμό βασισμένο στην κλιματική αλλαγή και είναι απροετοίμαστη στην περίπτωση που ενσκήψουν οι έντονες επιπτώσεις της. Να λοιπόν κάτι συγκεκριμένο, χειροπιαστό που θα μπορούσαμε να απαιτήσουμε οι πολίτες της χώρας. 


Πέραν όλων αυτών, η Αυστραλία μας καλεί να προβληματιστούμε, να στοχαστούμε σε ένα βαθύτερο επίπεδο τη θέση μας στον τρελό καταναλωτικό κόσμο, να ταπεινώσουμε ενδεχομένως το υπερφίαλο ανάστημά μας, να επιχειρήσουμε μικρές ατομικές αλλαγές. Τί στο καλό, νέα δεκαετία ξημερώνει, και με το καλημέρα σας, μας δείχνει τις προθέσεις της. Ας την υποδεχτούμε και εμείς ανάλογα, με ρούχα καινούρια και στάση διαφορετική.  

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Ο David Bowie, τα μουσεία και οι προσεγγίσεις του πολιτισμού



Είναι χειμώνας του 2005 και βρίσκομαι για λίγες μέρες στο Μάντσεστερ. Επισκέπτομαι το Urbis, που τότε φιλοδοξούσε να αποτελέσει το Μουσείο της Πόλης του Μάντσεστερ και βλέπω μια έκθεση αφιερωμένη στις φωτογραφίες του Mick Rock, θρυλικού Βρετανού φωτογράφου, που απαθανάτισε τα αγαπημένα παιδιά της βρετανικής RocknRoll σκηνής κυρίως τη δεκαετία του ’70. O David Bowie, η Debby Harry, ο  Iggy Pop, οι Queen, παρελαύνουν σε εμβληματικές φωτογραφίες καθώς και οι παρτιτούρες, οι ηχογραφήσεις τους, τα δημοσιεύματα, μια έκθεση δηλαδή αφιερωμένη στα πρόσωπα που σημάδεψαν την παγκόσμια μουσική σκηνή τον αιώνα που πέρασε.  – Μπράβο, σκέφτομαι, μαγκιά τους. Οι Βρετανοί καταφέρνουν να μετατρέψουν σε πολιτιστική κληρονομιά τα pop και rock αστέρια τους. Φέρνουν στο μουσείο και εκθέτουν, δηλαδή θεσμοθετούν ως κληρονομιά, τη βρετανική μουσική βιομηχανία. Εμείς στην Ελλάδα, έχουμε δείξει ποτέ κάτι παρόμοιο; Ποιες πτυχές του πολιτισμού μας έχουμε αναδείξει; Από τον 20ο αιώνα κάτι; Από το πιο πρόσφατο παρελθόν μας; Ίσως ένα μουσείο ρεμπέτικου, να το στηρίξουμε και να το προβάλουμε παγκοσμίως; Κάτι; Εκτός από αρχαία, αρχαία Ελληνική τέχνη, αρχαιότητα, βυζάντιο άντε και λίγη λαογραφία (θεέ μου!)...

Δυο χρόνια πριν το Urbis, ένα άλλο μουσείο, στο Λονδίνο αυτή τη φορά, έμελε να καθορίσει τα γνωστικά μου ενδιαφέροντα και να αλλάξει τη ζωή μου. Στο Μουσείο της Πόλης του Λονδίνου κατάλαβα ότι ένας άλλος – μουσειακός – δρόμος ήταν εφικτός.
Όταν πια ανέβηκε στο Victoria and Albert Museum η έκθεση David Bowie Is, η διορατικότητα και τα μουσειακά αντανακλαστικά των Βρετανών χτύπησαν μπίνγκο ξανά. Εξαντλημένα εισιτήρια από την προπώληση, ουρές Βρετανών στο South Kensington, δημοσιότητα στο φουλ. Πολιτισμικοί και μουσειακοί ορίζοντες ανοιχτοί, τόσο, ώστε να συμπεριλάβουν τον ζωντανό (ακόμα) θρύλο τους, να τον εκθέσουν στο Εθνικό τους Μουσείο για τις διακοσμητικές τέχνες και το design και να παράξουν ένα εκθεσιακό blockbuster που ακόμα περιοδεύει ανά τον κόσμο. 


 Τα μουσεία των Άγγλων είναι αξιοζήλευτα και επιδραστικά. Inspirational για να χρησιμοποιήσω έναν δικό τους όρο. Έχουν πάντα μία εκπαιδευτική πρόθεση, είναι βιωματικά, ελκυστικά, έχουν κάτι που σε αφορά και όλο αυτό βέβαια δε θα μπορούσε να συμβαίνει αν δεν ήταν πολύ καλά διαβασμένα στην πολιτισμική και μουσειακή θεωρία. Υπάρχει και κάτι βαθύτερο όμως που ανιχνεύεται στις προσεγγίσεις της κουλτούρας και της ιστορίας. Ας πούμε η αγγλοσαξωνική επιστημολογία βρίθει από όρους όπως social history, cultural context, material culture, interpretation, management of memory / management of cultural heritage – για να αναφέρω μερικά παραδείγματα. Αντιθέτως εδώ μιλάμε συνεχώς για αρχαιολογία, παράδοση, προγόνους, εθνική ταυτότητα, ιστορία μέσα από το πρίσμα του ιστορικισμού. Ισχυρές οριοθετήσεις, αγκυλώσεις και αυτισμοί συνθέτουν το σκηνικό για το τι θεωρούμε κληρονομιά, ποιος την κατέχει, ποιος δικαιούται να μιλάει για αυτή και εν τέλει ποιος και πώς να την εκθέτει. Το αποτέλεσμα; Θεάσεις του πολιτισμού μονοσήμαντες, ανέμπνευστες και συντηρητικές. 

Επιστρέφω στο Λονδίνο. Περπατώ σε πεζοδρόμια και γειτονιές που παραμένουν οι ίδιες τα τελευταία 500 χρόνια. Θαυμάζω και κρυφοζηλεύω. Αρκεί να είσαι λίγο υποψιασμένος για να αντιληφθείς τη συνέχεια και την απουσία ρήξεων που αποτυπώνεται  παντού γύρω σου. Και ίσως λίγο περισσότερο υποψιασμένος, για να καταλάβεις πόσο διαφορετικά συγκροτήθηκαν τα δύο κράτη, πόσο αλλιώτικα διαγράφηκαν  τα εθνικά μας πεπρωμένα και όλες οι επιμέρους σελίδες τους. 

Όταν ο David Bowie εμφανίστηκε στη βρετανική τηλεόραση ένα βράδυ Πέμπτης του 1972 με καροτί μαλλί χαίτη, χρυσοπράσινη ολόσωμη αμφίεση και τραγούδησε το Starman επαναπροσδιορίζοντας τα μουσικά, ενδυματολογικά, κοινωνικά και έμφυλα ήθη του 20ου αιώνα (στη Δύση), στην Ελλάδα ζούσαμε έναν ακόμα βαρύ, πολιτισμικό και κοινωνικό χειμώνα. Μία ακόμα ρηγμάτωση, μία ασυνέχεια, από τις πολλές που επιχωριάζουν εδώ και που μοιραία επιδρούν σε κάθε γωνιά του συλλογικού είναι και της κουλτούρας του. Όμως: δεν πρέπει κάποια στιγμή να ξεκολλήσουμε από τη σκιά τους; Πότε επιτέλους θα προσεγγίσουμε και θα διαχειριστούμε τον πολιτισμό, την «κληρονομιά», το παρελθόν και το μέλλον δυναμικά, συνεκτικά, ολιστικά και προπαντώς ουσιαστικά προοδευτικά; Διάβασα πρόσφατα πως «όσο πιο ελεύθερα μπορεί κανείς να σχεδιάσει το μέλλον, τόσο πιο ελεύθερα μπορεί να ερμηνεύσει το παρελθόν», και «πως αντίστροφα, η απαισιόδοξη απόδοση αυτής της υπόθεσης είναι πως όταν δεν μπορεί να σχεδιαστεί το μέλλον, τότε οι ερμηνείες για το παρελθόν εξανεμίζονται[1]». Και εκεί νομίζω κρύβεται όλο το ζουμί και όλο το νόημα όσων έγραψα πιο πάνω.


[1] Λιάκος, Α., 2007, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία; Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 187

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Archipelagos of Dreams



Archipelagos of dreams παίζουν τα τουριστικά σποτάκια για το Αιγαίο και ακούγεται κάπως κλισέ, κάπως στερεότυπο. Είναι όμως;

Έδωσε φέτος ο Θεούλης και πάτησα το πόδι μου στις Κυκλάδες μετά από τρία χρόνια. Όχι τίποτα πολύ μακρινό. Μη φανταστείς. Μέχρι την Κέα, στην αρχή του συμπλέγματος δηλαδή. Που ωστόσο για τους Πατρινούς δεν είναι το ίδιο όπως για τους Αθηναίους που την έχουν δίπλα.  Ταξίδεψα εκεί κατευθείαν από το βουνό και μου φάνηκε σαν από ένα αεροστεγές, σχεδόν
virtual περιβάλλον να διακτινίστηκα στον κόσμο τον αισθητό. Τον τόσο αισθητό που γίνεται αισθησιακός. Εκεί που κάθε γαϊδουράγκαθο, κάθε αφάνα, δάφνη και θυμάρι, αναδύουν μυρωδιές επουράνιες. Ακόμα και η κάθε καβαλίνα. Και ο σχιστόλιθος ο ίδιος μοσχοβολάει. Έζησα μια έκρηξη αισθήσεων ηδονική. Στο βουνό, όσο και αν πάσχισα να μυρίσω κάτι τις μέρες που έμεινα εκεί, δεν τα κατάφερα. Ένας αθέατος πελώριος απορροφητήρας είχε τραβήξει όλες τις οσμές και μαζί με αυτές  κάθε υπόνοια ζωτικού ερεθίσματος – πάσης φύσεως. 


Πάτησα λοιπόν ξανά το πόδι μου στις Κυκλάδες και αφού έμπηξα ένα πρώτο κλάμα στην πρώτη βόλτα του πρώτου πρωινού, άνοιξα πάλι τα μάτια και αχόρταγα κατάπινα εικόνες. Με το βλέμμα διογκωμένο, να συλλάβει όσα περισσότερα μπορούσε. Πέρασα τον σύντομο χρόνο στο νησί, με τη φωτογραφική ανά χείρας, τραβώντας βίντεο και φωτογραφίζοντας ακόμα και εν κινήσει. Βγάζοντας τις ραχούλες, τους αναβαθμούς, τα ηλιοστάλακτα γυμνά πεδία, χύμα, αξεδιάλεχτα.  Και όταν δεν κοίταζα με έκσταση, όταν δεν τράβαγα ό, τι να’ ναι σε κατάσταση ιερής μανίας, έσκυβα ευλαβικά στον μπροστινό και πάντα συγκαταβατικό ώμο... Πάντα στο δίκυκλο όχημα, που νοικιάζεται για τα κυκλαδικά σεργιάνια.

 - My archipelagos of dreams

Κορύφωση συγκίνησης και παντοτινής λατρείας ήταν η επίσκεψη της τελευταίας στιγμής στη θρυλική Αγία Ειρήνη. Να το ξεκαθαρίσω: δεν ευθυνόμουν εγώ για το «τελευταίας στιγμής» αλλά η περιστασιακή και ασαφής λειτουργία του χώρου.  Ας είναι όμως. Φτάνει που την είδα.
Η  Αγία Ειρήνη είναι μία προϊστορική πόλη, από τις σπουδαιότερες των Κυκλάδων. Με μεγάλο τείχος και πύλη, ρυμοτομικό σχέδιο, με ιερό, την οικία του άρχοντα, διώροφα σπίτια, ευρήματα πολύ σημαντικά και ανάμεσα σε αυτά, οι πήλινες, μυστηριώδεις και μοναδικές κόρες, σχεδόν στο μπόι μου, που φέρνουν τα χέρια στη μέση, για να σύρουν το χορό των αιώνων. Περπάτησα πάνω στους τοίχους, κατέβηκα σκαλιά, πάτησα κατώφλια, πέρασα από πόρτες, διέσχισα τον κεντρικό δρόμο, μπήκα μέσα στο ιερό, είδα ακόμα και τους αποχετευτικούς αγωγούς...περιπλανήθηκα. Και έγινε αυτό, που δεν ξέρω αν είναι βίτσιο του επαγγέλματος ή μια παιδιόθεν, επίμονη ανάκληση του αόρατου, μια ανάγκη ενσυναίσθησης του προϋπάρχοντος. Έγινε μια μέρα καλοκαιρινή του 1540 π. Χ, με τους ψαράδες να φέρνουν την ψαριά στο χωριό, τους βαρκάρηδες να τραβούν ίσα για τη Μήλο, για την πολύτιμη πρώτη ύλη, την άρρηκτα δεμένη με τη
saga του πρϊστορικού Αιγαίου, τις γυναίκες στο υπόγειο της αρχοντικής οικίας να υφαίνουν στον αργαλειό, τα εργαστήρια να έχουν πιάσει δουλειά από το πρωί… Άνθρωποι και αμαρτύρητες ιστορίες, στις καθημερινές επιδιώξεις τους, να δημιουργούν, να μοιράζονται, να επικοινωνούν, στα σίγουρα πλέον βήματα ετούτης της γωνιάς του κόσμου.  

 - Τheir archipelagos of dreams – 

Από την Αγία Ειρήνη της Κέας στη Φυλακωπή της Μήλου, στον Σκάρκο της Ίου, στο Ακρωτήρι της Θήρας. Και πιο πριν στη Χαλανδριανή και στο Καστρί της Σύρου και ακόμα πιο παλιά από την επίσης τζιώτικη Κεφάλα, στη Φτελιά της Μυκόνου, στη Γκρόττα της Νάξου και στο Σάλιαγκο της Αντιπάρου: ένα ήμερο σύμπαν αυτή η θάλασσα, μια αέρινη δαντέλα πανάρχαιας ανθρώπινης παρουσίας και πολιτισμού, μήτρα νησιωτική που πάνω της γράφτηκαν η πρώτη γνωστή ιστορία της ναυτοσύνης, ανθρώπινα όνειρα και επινοήσεις τουλάχιστον 7.000 χρόνων.
Ανέβηκα στο πλοίο κακήν κακώς, κλειδώνοντας εντός μου την εμπειρία, επιβεβαιώνοντας τον κυκλαδικό έρωτα, ευχόμενη να μην περάσουν πάλι χρόνια που ένας ούριος άνεμος και ένα πλοίο από την Αττική θα με έφερναν ξανά προς τα εδώ. Στο Archipelagos of dreams που κάθε φορά θα με πλουτίζει διαφορετικά και κάθε φορά θα με πείθει πως τίποτα στερεοτυπικό δεν υπάρχει στην ουσία του χαρακτηρισμού - ναι, αυτού που του αποδίδουν τα διαφημιστικά, τουριστικά σποτς του ΕΟΤ.