Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Μια μέρα του 2007 στην Έκθεση Αγγείων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείο





Πριν λίγο διάβασα μια φράση της μουσειολόγου S. Pearce: « Η αμεσότητα της συναισθηματικής αυτής σχέσης, που διαπερνά τους αιώνες, σπάνια εκδηλώνεται στις εκθέσεις, αφού διστάζουμε να παραδεχτούμε στις ετικέτες μας, ότι απευθυνόμαστε στο συναίσθημα».
Πόσο δίκιο έχει η Pearce!
Και ξαφνικά φουντώνει στο μυαλό μου η χθεσινή εικόνα.
Περιδιαβαίνοντας στη Συλλογή Αγγείων του ΕΑΜ,  το μάτι μου πέφτει σε ένα αγγείο, μια κύλικα για την ακρίβεια, στο κέντρο μιας γεμάτης προθήκης.
Το απροσδόκητο θέμα που εικονίζει, με καλεί πάραυτα κοντά στη βιτρίνα.
Ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζονται και κοιτάζονται με ανείπωτη λατρεία.
Δεν είναι μυθική σκηνή, δεν είναι ο Αχιλλέας και η Πενθεσίλεια, δεν είναι ο Μενέλαος και η Ελένη.
Είναι ένας θνητός ανώνυμος άντρας και μια ανώνυμη θνητή γυναίκα, και αυτό είναι που το κάνει ακόμα πιο συγκινητικό, ακόμα πιο οικείο.
Είναι δύο ερωτευμένοι άνθρωποι, εκεί, στη μέση μιας προθήκης, σε μια αίθουσα ενός μουσείου το 2007 μ. Χ.
Άραγε ποιοι να το αγόρασαν αυτό το δοχείο; Ποιοι να το χρησιμοποίησαν;
Λίγες φορές σκέφτομαι, απεικόνισαν οι αρχαίοι τον έρωτα (και δεν εννοώ το σεξουαλικό έρωτα ή τον έρωτα ανάμεσα σε μυθολογικά πρόσωπα που τα εικόνισαν συχνότατα), τόσο αφοπλιστικά ανθρώπινο και τόσο κοντά στα δικά μας βιώματα.
Θα μπορούσε να είναι η Σκάρλετ Ο’ Χάρα και ο Ρετ Μπάτλερ στο «Όσα παίρνει ο άνεμος» ή εκείνα τα ρομαντικά ζευγάρια στους πίνακες των προραφαηλιτών, την ώρα της ερωτικής εξομολόγησης.
Θα μπορούσε να είναι η φωτογραφία του αρραβώνα ενός πολύ αγαπημένου ζευγαριού ή η εικόνα μιας πολύ προσωπικής, ιερής ανάμνησης…
Και όμως, μόλο που έχω συνεπαρθεί από την απροσδόκητη μυσταγωγία της σκηνής, στο πίσω μέρος του μυαλού μου, γυροφέρνουν λέξεις : ερυθρόμορφος, ρυθμός, κύλικα, τύπος, 5ος αιώνας…
Κοιτώ γύρω από το ζευγάρι και μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι μου, τις ατελείωτες σειρές των καφέ-μαύρων αντικειμένων.
«Πόσο δύσκολο είναι να απελευθερωθεί το μυαλό από τα στερεότυπα και τις συμβάσεις»….
Η λεζάντα, σύντομη:
«.. εξωτερικά εικονίζεται η Αφροδίτη.. στο εσωτερικό του αγγείου, ερωτική σκηνή»
Έτσι απλά, έτσι στεγνά.
Λες και το έγραψε χέρι ανθρώπου που δεν ερωτεύτηκε ποτέ….

Στον ίδιο χώρο, παρατηρώ το πήλινο ομοίωμα άμαξας. Η άμαξα μεταφέρει ένα νεκρό σκεπασμένο με ύφασμα. Στα πόδια του νεκρού, ένα μικρό παιδί. Την άμαξα συνοδεύουν γυναίκες με τα χέρια ψηλά.


Στέκομαι με προσήλωση μπροστά σε αυτήν την τρισδιάστατη νεκρική πομπή και ανατριχιάζω.
Αρχίζω να αντιλαμβάνομαι τη θρηνωδία.
Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, ο πόνος, οι τελευταίες στιγμές πριν τον οριστικό, τον αμετάκλητο αποχαιρετισμό…
Οι γυναίκες μπορεί να είναι η μάνα, η αδερφή, η σύντροφος, οι γειτόνισσες. Το παιδί… Να είναι το παιδί του νεκρού; Αλλοίμονο…
Μου έρχονται στο νου τα μοιρολόγια των γυναικών γύρω από το νεκρικό κρεβάτι στα χωριά, ο οδυρμός και οι αλαλαγμοί των γυναικών στην Ανατολή. Έτσι είναι και αυτές. Με τα χέρια ψηλά, να τραβούν τα μαλλιά τους και να χτυπούν τα πρόσωπά τους. Και αμέσως μετά, βλέπω εκεί τη φίλη μου την Καλλιόπη, τη γιαγιά μου, τη μητέρα μου και έναν ατέλειωτο, αβάσταχτο πόνο. Βλέπω εκεί μπροστά μου, την αδυσώπητη, ανθρώπινη μοίρα.
Η λεζάντα γράφει:
« Η εκφορά του νεκρού…. Ο νεκρός αποδίδεται σχηματικά κάτω από το ύφασμα που τον καλύπτει… τα υψωμένα χέρια των γυναικών δηλώνουν το θρήνο».
Η «εκφορά» του νεκρού και η «πρόθεση». Ποτέ δεν τους συμπάθησα αυτούς τους όρους, ποτέ δεν τους κατάλαβα καλά. Μου ακούγονταν πάντα όροι κλινικοί, ψυχροί. Στο μυαλό μου έρχονταν έννοιες όπως «Η εκφορά του λόγου» ή «η πρόθεση της ψήφου». Στη σχολή μαθαίναμε: «Ο αμφορέας του Διπύλου με την πρόθεση του νεκρού» και η πρόθεση του νεκρού είχε γίνει εκείνο το ιχνογράφημα, το ξαπλωμένο σε ένα φορείο, με άλλα όρθια ιχνογραφήματα που είχαν τα χέρια ψηλά και τίποτα άλλο πέρα από αυτό.
Αλήθεια, ο επισκέπτης άραγε τους καταλαβαίνει αυτούς τους όρους, όταν στέκεται εκεί μπροστά στη συγκλονιστική παράσταση μιας παμπάλαιας κηδείας;
Το κείμενο πάντως της λεζάντας παραμένει αριστοτεχνικά ψύχραιμο και αποστασιοποιημένο.
Σ’ αυτήν τη λεζάντα , το προαιώνιο δράμα, δεν έχει χώρο.
Κοιτάζω γύρω μου ξανά. Και νιώθω μιαν αλήθεια να φανερώνεται μπροστά μου για πρώτη φορά.
Σ’ αυτήν την αίθουσα, η ζωή, ο θάνατος, ο έρωτας, οι χαρές και ο πόνος, δεν έχουν χώρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου