Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Ο φιλοσοφικός στοχασμός που χάθηκε

Από καιρό σε καιρό διαβάζω φιλοσοφία. Είναι ένα διάβασμα ήσυχο, κατευναστικό. Λες και με τυλίγει ένα ασφαλές περίβλημα, σαν αλεξίσφαιρό γιλέκο, που με προστατεύει και μου δίνει ένα άλλο κέντρο βάρους. Μάλλον η φιλοσοφία επιδρά πάνω μου με την έννοια ακριβώς που της έδιναν οι αρχαίοι, αυτή της παρηγορίας και της θεραπείας. Γιατί αυτό πίστευαν οι αρχαίοι, ότι το φιλοσοφείν, το στοχάζεσθαι, είναι τρόπος ζωής. Και ακόμα περισσότερο ότι η φιλοσοφία μπορεί να είναι ένας οδηγός για τη ζωή, ένας καθημερινός σύμβουλος διαβίωσης. Το ζην και το φιλοσοφείν ήταν αλληλένδετα.

Η σύνδεση αυτή μοιάζει στην εποχή μας ουτοπική και αναχρονιστική, μιας και ο θαρραλέος, καπιταλιστικός κόσμος του 20ου αιώνα φρόντισε να διακόψει τις σχέσεις του με τον φιλοσοφικό στοχασμό. Το εμπορευματοποιημένο, readymade πνεύμα της εποχής, δεν είχε χρόνο για μια βαθύτερη κατανόηση του κόσμου και της ύπαρξης. Η καπιταλιστική ηθική έθεσε το αίτημα της ανθρώπινης ευδαιμονίας σε εντελώς νέες βάσεις, όρισε την ευτυχία διαφορετικά και βέβαια απέρριψε ολοκληρωτικά τη λογοκρατούμενη αρχαιοελληνική έννοια της ηθικής. Της ηθικής που βασίζεται όχι σε έναν παλαιό φόβο για μια μετά θάνατον τιμωρία, αλλά στη συνειδητοποιημένη απόφαση ενός έλλογου όντος. Που διερωτάται και στοχάζεται: Πώς μπορώ να γνωρίσω την αληθινή φύση της ύπαρξης μου; Πώς μπορώ να διαμορφώσω το χαρακτήρα μου έτσι ώστε να ζω καλύτερα με τον εαυτό μου και με τους άλλους; Μήπως πρέπει να αναπτύξω κάποιες αρετές; Πώς μπορώ να έχω μια καλή ζωή; Διαβάζοντας κανείς φιλοσοφία, θα σοκαριζόταν πραγματικά με το πόσο τελικά, η ζωή μας έγινε αστόχαστη.

Υπό ιδανικές συνθήκες, η επαφή με τον φιλοσοφικό στοχασμό, θα έπρεπε να είναι κεντρικό σημείο της εκπαίδευσης. Μιας εκπαίδευσης όμως προοδευτικής που θα γνώριζε στα παιδιά από την πρώιμη ηλικία τα οικουμενικά, διαχρονικά θέματα του ανθρώπου και τις απαντήσεις που κατά καιρούς δόθηκαν, που με έμπνευση και θάρρος θα τα μάθαινε πώς να χρησιμοποιούν το μοναδικό τους εργαλείο: το ανθρώπινο μυαλό. Για να κάνουν ερωτήσεις, να δίνουν απαντήσεις, να αναζητούν την προσωπική και κοινωνική ευδοκίμηση. Ειδικότερα για τους νέους στην Ελλάδα, η επαφή με τη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων θα έπρεπε να είναι κεντρικός τόπος. Όχι μέσα από την άρρωστη, προγονόπληκτη λογική των «ενδόξων ημών προγόνων» – αρκετά υποφέραμε από αυτήν – αλλά μέσα από τη γόνιμη όσμωση με μερικές από τις σπουδαιότερες ιδέες που διατυπώθηκαν ποτέ. Είναι παράδοξο και  κρίμα, το ότι ενώ όλος ο κόσμος στρέφει το βλέμμα στις ιδέες αυτές, στη χώρα που γεννήθηκαν, αγνοούνται συστηματικά. Δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η εκπαίδευση με όλα τα μέσα στοχεύει ακριβώς στο αντίθετο: πώς δηλαδή να αποτρέψει τους νέους ανθρώπους από το να αποκτήσουν γνώση του εαυτού τους. Και δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να αναπαράγει συστηματικά χρόνια τώρα την κυρίαρχη ιδεολογία – όπως θα έλεγε και ο Λουί Αλτουσέρ.

Ένα ανάχωμα φιλοσοφικής σκέψης θα περίμενε κανείς να το βρει στους επιστήμονες της γενιάς μου. Ας μην ξεχνάμε ότι παλαιότερα οι πνευματικοί άνθρωποι και οι φιλόσοφοι συνδύαζαν πολλαπλές ιδιότητες και ενδιαφέροντα. Κοιτώντας γύρω μου όμως δε συναντώ παρά ελάχιστους που να μπορούν να εκφράσουν έναν βαθύτερο ανθρωπιστικό λόγο, να στοχαστούν ευαίσθητα πάνω στα φαινόμενα, να συνδυάσουν γνώση, παιδεία και ήθος. Τελικά όλοι εμείς με τους μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους, τα πτυχία και τις σπουδές, πόσο «άριστοι» καταφέραμε να γίνουμε; Η αλλοτρίωση που έφεραν η εξειδίκευση των επιστημονικών αντικειμένων, ο διαρκής αγώνας για την εργασία και ο ανταγωνισμός, δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν την μηχανιστική προσέγγιση του κόσμου. Γνώσεις χωρίς ψυχή, επιστήμη χωρίς σοφία. Λόγος υστερόβουλος, εργαλειακός. Ίσως για αυτό τελικά η γενιά μου να αποδεικνύεται τόσο δυσκίνητη να παρέμβει στα πράγματα, να διατυπώσει λόγο στιβαρό απέναντι στην κατάσταση που βιώνουμε, να προτείνει και να εμπνεύσει.

Η φιλόσοφος Χάννα Άρεντ, αναζητώντας τη φύση του κακού μετά τις ναζιστικές θηριωδίες, κατέδειξε ότι η έλλειψη κριτικής στάσης στα πρότυπα σκέψης ενός διεφθαρμένου συστήματος και η αποδοχή της «κοινοτοπίας» είναι εξίσου επικίνδυνα με τις προθέσεις των διαχειριστών του συστήματος. Ότι τελικά, εξίσου επικίνδυνος με έναν διαβολικό σαδιστή μπορεί να είναι ο «απλός», «καθημερινός», ο χωρίς φαντασία άνθρωπος: ο αστόχαστος άνθρωπος.

Ας στοχαστούμε λοιπόν πάνω σε αυτό...