Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Προς μία νέα αντίληψη για την πολιτιστική κληρονομιά της Πάτρας

     (Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Πελοπόννησος" την Κυριακή, 19 Απριλίου 2015)


 Η Πάτρα είναι προικισμένη τόσο γεωγραφικά όσο και ιστορικά. Πόλη με θάλασσα και βουνό, παραδοσιακά η Πύλη της Δύσης, διαθέτει μια ενδιαφέρουσα ιστορική πορεία 5000 χρόνων που έχει αφήσει τα σημάδια της στο χώρο, συνθέτοντας αυτό που ονομάζουμε «πολιτιστική κληρονομιά». Από την έντονη μυκηναϊκή κατοίκηση της Προϊστορικής περιόδου, στον ρόλο της Αχαϊκης Συμπολιτείας την Ελληνιστική περίοδο και από την ακμάζουσα θέση της πόλης στα Ρωμαικά χρόνια, μέχρι την χρυσή εποχή της σταφίδας και τη βιομηχανική της ανάπτυξη, η Πάτρα έχει πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες να πει. Φαίνεται όμως πως το μόνο εξαγώγιμο πολιτισμικό προϊόν της πόλης είναι το καρναβάλι ενώ εκείνο που συστηματικά αγνοείται είναι η σημασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην οικονομική και κοινωνική αναβάθμιση του τόπου και τα πολλαπλά οφέλη από την επένδυση στο συμβολικό κεφάλαιο του πολιτισμού. 

Προς αυτή την κατεύθυνση θα βοηθούσε μια νέα ερμηνεία του αρχαιολογικού και ιστορικού της πλούτου, η έμφαση στα «δυνατά» του σημεία και η προβολή αυτών. Το ρωμαίκό παρελθόν της πόλης φερ΄ειπείν, με τα υλικά τεκμήρια που μας έχει κληροδοτήσει και το γεγονός ότι η Πάτρα υπήρξε μια πλούσια ρωμαϊκή αποικία θα μπορούσε να τονιστεί περισσότερο και να αποτελέσει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της. Η Πάτρα είναι κτισμένη κυριολεκτικά πάνω στην αρχαία πόλη και αυτό της δίνει μια συναρπαστική διάσταση που αγνοείται από το ευρύ κοινό αλλά κυρίως από τους ίδιους τους κατοίκους της. Από τη νεότερη ιστορία, η εξαιρετικής σημασίας οικονομική, εμπορική και βιομηχανική της ανάπτυξη κατά τον 19ο αιώνα, το γεγονός ότι αποτέλεσε την «πρωτεύουσα της σταφίδας» και το αποκλειστικό κέντρο του εξαγωγικού εμπορίου εκείνη την εποχή, συνιστούν πτυχές άξιες προς ανάδειξη (με τη λυπηρή βέβαια διαπίστωση ότι πουθενά στην πόλη δεν προβάλλεται η εν λόγω ιστορική φάση και οι υλικές μαρτυρίες που τη συνθέτουν). Ακόμα και το ότι η Πάτρα διαθέτει το ένα από τα δύο σε λειτουργία οθωμανικά χαμάμ της Ελλάδας και μάλιστα το αρχαιότερο, δεν αποτελεί μήπως ένα πολιτισμικό ατού της πόλης; 

 Μία νέα αντίληψη και προβολή του πολιτιστικού αποθέματος της πόλης, θα μπορούσε να ανανεώσει τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά την ταυτότητα της, να αναζωογονήσει το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού, να «κρατήσει» τον διερχόμενο τουρισμό έστω και για ένα βράδυ στην πόλη, να την καταστήσει έναν ελκυστικό προορισμό στη διάρκεια όλου του έτους και όχι μόνο ένός διημέρου. Πάνω από όλα όμως, να την κάνει ακόμα πιο αγαπητή και ενδιαφέρουσα για τους ίδιους τους κατοίκους της. Αυτό είναι το στοίχημα της σύγχρονης αστικής βιώσιμης ανάπτυξης που πολλές ευρωπαϊκές πόλεις τις τελευταίες δεκαετίες έχουν θέσει ως προτεραιότητα ενώ πρόσφατα αρκετές ελληνικές πόλεις έχουν αρχίσει να κατανοούν και να αξιοποιούν κατάλληλα. Η Πάτρα, με τις δυνατότητες που έχει, θα μπορούσε να βρίσκεται στην πρωτοπορία των αλλαγών. Χωρίς υπερβολή, εδώ και χρόνια, θα μπορούσε να είναι μια «άλλη» πόλη. Για λόγους όμως που δε θα αναφερθούν εδώ, επέλεξε διαφορετική πορεία.

 Για να το θέσω με όρους μάρκετινγκ, αν μέχρι σήμερα το branding name που έχει προωθήσει η πόλη και που με αυτό είναι συνυφασμένη στις συνειδήσεις του κόσμου, είναι το «Πάτρα - Πόλη του Καρναβαλιού», χρειάζεται ένα rebranding, η ανανέωση δηλαδή και ο εμπλουτισμός της εικόνας της, με πολιτισμικά στοιχεία που θα αυξήσουν την αναγνωρισιμότητά της και θα την καταστήσουν πιο θελκτική. 

 Βέβαια, η αναβάθμιση της πολιτιστικής εικόνας της πόλης δεν συνεπάγεται αυτόματα και την αστική αναγέννηση. Η δεύτερη μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από ένα συνδυασμό στρατηγικών που περιλαμβάνουν: τη δημιουργία υποδομών και ποιοτικών υπηρεσιών (στα οποία η πόλη μας πάσχει κατάφωρα), την αισθητική ποιότητα του δομημένου περιβάλλοντος, την ενίσχυση των πολιτιστικών δομών (π. χ με τη δημιουργία Μουσείου Πόλης), τη συνεπή διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και την ύπαρξη δικτύων προώθησης και επικοινωνίας. Και βέβαια προϋποθέτει την εκπόνηση ενός συνεκτικού σχεδίου για τον πολιτισμό και την κοινωνία, γνωστό ως «πολιτιστική πολιτική». 
 Μπορεί όμως να αποτελέσει μια αφετηρία. Μια αρχή. Η πόλη μας διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία, τις υλικές και άϋλες μαρτυρίες, που αν φωτιστούν καλύτερα θα έχουν πολλαπλά ευεργετικά αποτελέσματα. Προσφέροντας την αίσθηση του ιστορικού βάθους τόσο στους ίδιους τους πολίτες της, προσελκύοντας όμως και επισκέπτες, με όλες τις θετικές οικονομικές συνέπειες που μπορεί να έχει αυτή η προσέλκυση[1]. Αξίζει συνεπώς να το προσπαθήσουμε.


[1] Monumenta,  «Θα διατηρήσουμε τα διατηρητέα;», http://www.monumenta.org/article.php?IssueID=4&perm=1&ArticleID=980&CategoryID=20&lang=gr, 25/03/2015
          
















Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Μια μέρα του 2007 στην Έκθεση Αγγείων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείο





Πριν λίγο διάβασα μια φράση της μουσειολόγου S. Pearce: « Η αμεσότητα της συναισθηματικής αυτής σχέσης, που διαπερνά τους αιώνες, σπάνια εκδηλώνεται στις εκθέσεις, αφού διστάζουμε να παραδεχτούμε στις ετικέτες μας, ότι απευθυνόμαστε στο συναίσθημα».
Πόσο δίκιο έχει η Pearce!
Και ξαφνικά φουντώνει στο μυαλό μου η χθεσινή εικόνα.
Περιδιαβαίνοντας στη Συλλογή Αγγείων του ΕΑΜ,  το μάτι μου πέφτει σε ένα αγγείο, μια κύλικα για την ακρίβεια, στο κέντρο μιας γεμάτης προθήκης.
Το απροσδόκητο θέμα που εικονίζει, με καλεί πάραυτα κοντά στη βιτρίνα.
Ένας άντρας και μια γυναίκα αγκαλιάζονται και κοιτάζονται με ανείπωτη λατρεία.
Δεν είναι μυθική σκηνή, δεν είναι ο Αχιλλέας και η Πενθεσίλεια, δεν είναι ο Μενέλαος και η Ελένη.
Είναι ένας θνητός ανώνυμος άντρας και μια ανώνυμη θνητή γυναίκα, και αυτό είναι που το κάνει ακόμα πιο συγκινητικό, ακόμα πιο οικείο.
Είναι δύο ερωτευμένοι άνθρωποι, εκεί, στη μέση μιας προθήκης, σε μια αίθουσα ενός μουσείου το 2007 μ. Χ.
Άραγε ποιοι να το αγόρασαν αυτό το δοχείο; Ποιοι να το χρησιμοποίησαν;
Λίγες φορές σκέφτομαι, απεικόνισαν οι αρχαίοι τον έρωτα (και δεν εννοώ το σεξουαλικό έρωτα ή τον έρωτα ανάμεσα σε μυθολογικά πρόσωπα που τα εικόνισαν συχνότατα), τόσο αφοπλιστικά ανθρώπινο και τόσο κοντά στα δικά μας βιώματα.
Θα μπορούσε να είναι η Σκάρλετ Ο’ Χάρα και ο Ρετ Μπάτλερ στο «Όσα παίρνει ο άνεμος» ή εκείνα τα ρομαντικά ζευγάρια στους πίνακες των προραφαηλιτών, την ώρα της ερωτικής εξομολόγησης.
Θα μπορούσε να είναι η φωτογραφία του αρραβώνα ενός πολύ αγαπημένου ζευγαριού ή η εικόνα μιας πολύ προσωπικής, ιερής ανάμνησης…
Και όμως, μόλο που έχω συνεπαρθεί από την απροσδόκητη μυσταγωγία της σκηνής, στο πίσω μέρος του μυαλού μου, γυροφέρνουν λέξεις : ερυθρόμορφος, ρυθμός, κύλικα, τύπος, 5ος αιώνας…
Κοιτώ γύρω από το ζευγάρι και μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι μου, τις ατελείωτες σειρές των καφέ-μαύρων αντικειμένων.
«Πόσο δύσκολο είναι να απελευθερωθεί το μυαλό από τα στερεότυπα και τις συμβάσεις»….
Η λεζάντα, σύντομη:
«.. εξωτερικά εικονίζεται η Αφροδίτη.. στο εσωτερικό του αγγείου, ερωτική σκηνή»
Έτσι απλά, έτσι στεγνά.
Λες και το έγραψε χέρι ανθρώπου που δεν ερωτεύτηκε ποτέ….

Στον ίδιο χώρο, παρατηρώ το πήλινο ομοίωμα άμαξας. Η άμαξα μεταφέρει ένα νεκρό σκεπασμένο με ύφασμα. Στα πόδια του νεκρού, ένα μικρό παιδί. Την άμαξα συνοδεύουν γυναίκες με τα χέρια ψηλά.


Στέκομαι με προσήλωση μπροστά σε αυτήν την τρισδιάστατη νεκρική πομπή και ανατριχιάζω.
Αρχίζω να αντιλαμβάνομαι τη θρηνωδία.
Η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, ο πόνος, οι τελευταίες στιγμές πριν τον οριστικό, τον αμετάκλητο αποχαιρετισμό…
Οι γυναίκες μπορεί να είναι η μάνα, η αδερφή, η σύντροφος, οι γειτόνισσες. Το παιδί… Να είναι το παιδί του νεκρού; Αλλοίμονο…
Μου έρχονται στο νου τα μοιρολόγια των γυναικών γύρω από το νεκρικό κρεβάτι στα χωριά, ο οδυρμός και οι αλαλαγμοί των γυναικών στην Ανατολή. Έτσι είναι και αυτές. Με τα χέρια ψηλά, να τραβούν τα μαλλιά τους και να χτυπούν τα πρόσωπά τους. Και αμέσως μετά, βλέπω εκεί τη φίλη μου την Καλλιόπη, τη γιαγιά μου, τη μητέρα μου και έναν ατέλειωτο, αβάσταχτο πόνο. Βλέπω εκεί μπροστά μου, την αδυσώπητη, ανθρώπινη μοίρα.
Η λεζάντα γράφει:
« Η εκφορά του νεκρού…. Ο νεκρός αποδίδεται σχηματικά κάτω από το ύφασμα που τον καλύπτει… τα υψωμένα χέρια των γυναικών δηλώνουν το θρήνο».
Η «εκφορά» του νεκρού και η «πρόθεση». Ποτέ δεν τους συμπάθησα αυτούς τους όρους, ποτέ δεν τους κατάλαβα καλά. Μου ακούγονταν πάντα όροι κλινικοί, ψυχροί. Στο μυαλό μου έρχονταν έννοιες όπως «Η εκφορά του λόγου» ή «η πρόθεση της ψήφου». Στη σχολή μαθαίναμε: «Ο αμφορέας του Διπύλου με την πρόθεση του νεκρού» και η πρόθεση του νεκρού είχε γίνει εκείνο το ιχνογράφημα, το ξαπλωμένο σε ένα φορείο, με άλλα όρθια ιχνογραφήματα που είχαν τα χέρια ψηλά και τίποτα άλλο πέρα από αυτό.
Αλήθεια, ο επισκέπτης άραγε τους καταλαβαίνει αυτούς τους όρους, όταν στέκεται εκεί μπροστά στη συγκλονιστική παράσταση μιας παμπάλαιας κηδείας;
Το κείμενο πάντως της λεζάντας παραμένει αριστοτεχνικά ψύχραιμο και αποστασιοποιημένο.
Σ’ αυτήν τη λεζάντα , το προαιώνιο δράμα, δεν έχει χώρο.
Κοιτάζω γύρω μου ξανά. Και νιώθω μιαν αλήθεια να φανερώνεται μπροστά μου για πρώτη φορά.
Σ’ αυτήν την αίθουσα, η ζωή, ο θάνατος, ο έρωτας, οι χαρές και ο πόνος, δεν έχουν χώρο.