Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Για ένα αξιοπρεπές τέλος


Εδώ και είκοσι μέρες οι γιαγιά μου είναι στο νοσοκομείο με εγκεφαλικό. Είναι 92 χρονών και μέχρι τη στιγμή που το έπαθε μπορούσε να περπατά, να αυτοεξυπηρετείται και βέβαια είχε απόλυτη νοητική διαύγεια. Οι μέρες αυτές στο νοσοκομείο και η επαφή από κοντά με το βασανιστήριο ενός ανθρώπου που ο κύκλος της ζωής του κλείνει τυρρανικά, με έβαλαν σε πολλές σκέψεις για το ανθρώπινο τέλος  και πώς αυτό πρέπει να έρχεται. Είδα τη γιαγιά μου να υποφέρει, να πονά, να με κοιτά εκλιπαρώντας, την είδα να σβήνει μέσα στον εκφυλισμό και στο μαρτύριο. Γιατί; Γιατί πρέπει να γίνεται αυτό; Και ένιωσα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, το ένιωσα πέρα ως πέρα ότι αυτό που της κάναμε όλοι, γιατροί, νοσοκομείο, εμείς, και μια κοινωνία ολόκληρη, η παράταση δηλαδή στη ζωή,  ήταν πέρα για πέρα απάνθρωπο και ανήθικο.


Αν μπορούσα, αν μου επιτρεπόταν, αν δεν ήταν τέτοιο τεράστιο ταμπού, θα την βοηθούσα να τελειώσει. Και θα ήταν από μένα η μεγαλύτερη πράξη αγάπης προς αυτή. Ήσυχα και ειρηνικά να της δώσω αυτό που από καιρό επιθυμούσε. Να τη γλυτώσω από την κόλαση για να φύγει ομαλά κατευθείαν για τον παράδεισο.


Η γιαγιά ήταν μια ιδιαίτερη γιαγιά. Όχι σαν όλες τις υπόλοιπες. Ισχυρογνώμων, αρχόντισσα, απόμακρη, αστή, κυρία. Δεν είχε έφεση στις πολλές διαχυτικότητες, είχε μία διεστραμμένη αίσθηση της διακριτικότητας, να μη γίνει βάρος ποτέ, ήταν άκαμπτα αξιοπρεπής, έτσι όπως ήταν οι παλαιότεροι άνθρωποι και δεν είναι καθόλου σήμερα. Είχε βασανιστεί πολύ στη ζωή της, με άπειρα χτυπήματα της μοίρας, και το έλεγε. Ξέραμε όλοι ότι δεν είχε περάσει καλά. Επίσης ξέραμε όλοι ότι δεν ήθελε άλλο να ζει. Μπορεί σε αυτό να έφταιγε και η χρόνια κατάθλιψη που έκανε για αυτή τη γυναίκα τη ζωή αφόρητη. Και όμως:  Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε και πολύ να ζήσει, παρόλο που  καθημερινά ευχόταν να πεθάνει, και της επεφύλαξε σαδιστικό, βασανιστικό θάνατο. Αυτό ακριβώς είναι που έχει συγκλονίσει όλους εμάς, την οικογένειά της, που βλέποντας τη, γνωρίζουμε ότι ζει το μεγαλύτερο εφιάλτη της. Και το χειρότερο είναι ότι και αυτή το καταλαβαίνει. Και όχι, δεν της αξίζει. Δεν της αξίζει. Αλλά ούτε και σε κανέναν άνθρωπο αξίζει κάτι τέτοιο.


Ε λοιπόν: Είναι πράγματα αυτά να υποφέρουν έτσι οι άνθρωποι; Δε θα πρεπε να τους προσφέρουμε ένα αξιοπρεπές και ειρηνικό τέλος, εφόσον μάλιστα το τέλος είναι η μόνη έκβαση έτσι και αλλιώς; Γιατί πρέπει ο ασθενής να ζει τον απόλυτο εκφυλισμό, τον αφόρητο πόνο, γιατί πρέπει στις ύστατες μέρες, ώρες της ζωής, να βιώνει ακόμα ένα επαίσχυντο δράμα;


Ο πόνος μου αυτές τις μέρες πάει παράλληλα με το θυμό μου. Νιώθω εντελώς ανήμπορη να προσφέρω ανακούφιση σε ένα άνθρωπο που λατρεύω και αυτή η ανημπόρια, η οφειλόμενη σε θρησκευτικές πεποιθήσεις και κατασκευασμένες αντιλήψεις για τη ζωή και το θάνατο, με εξοργίζει και με κάνει να πονώ ακόμα περισσότερο.


Γιαγιά συγγνώμη, δε με αφήνουν να κάνω αυτό που θα θελες περισσότερο. Εύχομαι κάποτε οι κοινωνίες να καταλάβουν. Μέχρι τότε, άπειροι άνθρωποι, γέροι, καρκινοπαθείς, βαριά άρρωστοι και ανάπηροι θα έχουν φτάσει στο τέλος με αβάσταχτο πόνο, οδυρμό, ψυχική ταραχή και αχρείαστη απελπισία.


Είναι έτσι να εκφυλίζεται η ζωή; Όχι δεν είναι.


Είναι έτσι να φεύγει η ψυχή; Όχι δεν είναι.


Κάντε επιτέλους κάτι.

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Η Ομήγυρη

Θέλω να κάτσω με ησυχία να σκεφτώ
τί ήρθα εγώ να κάνω εδώ.
Τί ήρθα να κάνω εγώ σε τούτη την παρέα
Καλοί όλοι μου φαίνονται εξαρχής
και ευγενικοί και πρόθυμοι και υπάκουα εκπαιδευμένοι
χαμόγελα μοιράζουν δεξιά και αριστερά
χειρονομίες ζωντανές και εκφράσεις του προσώπου.

Μα σαν αναταράξεις τα χαμόγελα
θα δεις να σου χαμογελούν οι λύπες
οι φόβοι οι ενδότεροι, οι αναμονές εκείνες...

Πώς να σηκώσεις το ποτήρι σου ψηλά;
Τί πρόποση να κάνεις;
Να μείνουν τα χαμόγελα ή μήπως να εμφανιστούν οι λύπες;

Μπα.... να πετάξω κάτω θέλω το ποτήρι δυνατά
Να με κοιτάξουν όλοι
και έπειτα να πιάσω με τα χέρια τα γυαλιά
και αφού τα τρίψω πάνω μου προσεχτικά
Να την κάνω τότε πια για τα καλά