Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

Αθήνα, πόλη μαγική

Η Αθήνα ήταν είναι και θα είναι η αγαπημένη μου πόλη. 13 χρόνια έζησα σε αυτήν, και δεν είναι λίγα. Ανέβηκα στα 19 μου, το 1996, από επαρχεία. Την αγάπησα αμέσως και μου το ανταπόδωσε. Έγινα αμέσως κομμάτι της. Σε αυτήν έζησα τις ασημένιες νύχτες στο +Soda και στο Factory, σε αυτήν έζησα τον παλμό των Ολυμπιακών αγώνων, σε αυτήν έζησα τις χημικές μέρες των Δεκεμβριανών.

Κατά κάποιο τρόπο είναι λες και αυτή η πόλη με έφερνε πάντα σε επαφή με την πεμπτουσία του Πνεύματος των Καιρών, του Zeitgeist. Κινήματα, ρεύματα, κουλτούρες, τέχνες, πολιτισμικά αποτυπώματα. Όλα σε αυτή.

Και το ίδιο κάνει και τώρα. Μέσα από τη θλίψη της, τη σκοτεινή οδύνη της.

Τα τελευταία δυο χρόνια ζω στην επαρχία. Άλλη κατάσταση. Παιδάκια, μωράκια, κοιλίτσες φουσκωμένες, ντάπα ντούπα, γκόμενες κομμωτηρίου με ψηλοτάκουνα, κάγκουρες με γιαλούμπες που πίνουν καφέ. Δεν έχω συνηθίσει ακόμα και δεν ξέρω αν θα το κάνω και ποτέ. Μία ανέμελη τρυφηλότητα υπάρχει εδώ. Σκέφτομαι ότι οι φίλες μου στην Αθήνα, δεν έχουν παντρευτεί, δεν έχουν παιδάκια, ζούνε μόνες τους και παλεύουν για την επιβίωση. Αυτές όμως είναι οι φίλες που λαχταρώ να δω, με αυτές να συζητήσω.

Η απουσία από την Αθήνα και η επάνοδος εκεί ανά διαστήματα μου προσφέρει χαστούκια συνειδητοποίησης. Κάθε φορά βλέπω τις διαδοχικές αλλαγές στη νοοτροπία της, στη γενικότερη ατμόσφαιρα, στην ψυχολογία της. Που κάθε φορά πάει ολοταχώς από το κακό στο χειρότερο.

Την τελευταία φορά, πριν λίγες μέρες, είδα τον κόσμο να αποφεύγει να σε κοιτάξει στα μάτια, να σε κοιτάει με καχυποψία και φόβο, συναντήθηκα με βλέμματα θολωμένα, αλλοπαρμένα, ανήσυχα. Σαν τρομαγμένα αγρίμια ήταν όλοι. Χαμόγελο πουθενά. Μία υπόκωφη απελπισία παντού. Σε ταξιτζή που με πήγε στο κέντρο του είπα:

- Κύριε, δεν πρέπει να φτάσουμε στην αποκτήνωση.

-Κοπελιά μου εκεί θα μας πάνε.

-Πρέπει να το παλέψουμε κύριε. Είμαστε άνθρωποι. Πρέπει να την ανατρέψουμε αυτή την κατάσταση. Χθες αντί να είμαστε ποτάμια κόσμου στην πορεία ήμασταν πολύ λίγοι.

-Κοπελιά μου, ποια πορεία… αφού όλοι έχουμε κατάθλιψη…

Κατάθλιψη λοιπόν. Μία πόλη σε κατάθλιψη. Και πώς να μην είναι άλλωστε. Όταν ανυπεράσπιστοι κάτοικοι βιώνουν καθημερινά μία ανηλεή υποβάθμιση της ζωής τους. Σε μία πόλη που το κέντρο της έχει παραδοθεί στη βιαιότητα, στη φτώχεια, στη ντρούγκα και στην πορνεία. Που καθημερινά εποικίζεται από όλους τους δύσμοιρους της γης. Που κάθε έννοια κοινωνικής πρόνοιας έχει πάει περίπατο και η πόλη έχει αφεθεί στο θυμό και τον εξτρεμισμό. Μόνο την τελευταία εβδομάδα σκοτώθηκε ο 44χρονος, ένας μετανάστης βρέθηκε όλως περιέργως μαχαιρωμένος, ένας διαδηλωτής χαροπαλεύει στο νοσοκομείο. Όταν στην Νέα Υόρκη έπεσαν οι δύο πύργοι, όλος ο κόσμος θρήνησε. Εδώ, που πέφτουν καθημερινά οι πύργοι της αξιοπρέπειας και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ποιος νοιάζεται;

Κατάθλιψη λοιπόν… Ιδού ο νέος τρόπος αντίστασης στη μεταμοντέρνα χούντα . Να πως θα πολεμήσουμε τον εχθρό. ΔΝΤ και ντιβάνι πάνε μαζί σου λέει.

Την ίδια μέρα πήγα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Είδα το γκαζόν το άψογα κουρεμένο στον περιβάλλοντα χώρο, τον κήπο τον άψογα διατηρημένο και αηδίασα. Καθίκια…. Αυτό που βλέπουν οι τουρίστες, το εθνικό προϊόν super star, τη βιτρίνα.. την έχετε κούκλα…. Την πανούκλα όμως από μέσα τι την κάνετε; Και ενώ έχω καρφωμένο το βλέμμα μου στην ύποπτα και απρόσμενα φροντισμένη αυτή εικόνα του μουσείου, οι σειρήνες της πόλης σκούζουν. Οποία ειρωνεία: Μπορεί εκείνη την ώρα, σε κάποια γειτονιά κάποιοι χρυσαυγίτες να εξαπέλυαν πογκρόμ σε μετανάστες, μπορεί εκείνη την ώρα σε κάποια γειτονιά κάποιος άνθρωπος να έπεφτε νεκρός από αγνώστους.





Αθήνα, χαρά της γης και της αυγής, μικρό γαλάζιο κρίνο

Πώς σε κατάντησαν έτσι;

Ποιος ξέρει όμως.. Εσύ πάντα προορίζεσαι για μεγάλα πράγματα. Εσύ κάτω από τα βρώμικα πεζοδρόμια της πιάτσας και της πρέζας έχεις μία ενέργεια 7000 χρόνων που κανένας βλάχος που σε εποίκισε δε θέλησε να την καταλάβει.
Έβλεπαν σε σένα μόνο τις φάμπρικες και το παραδάκι.

Και μπορεί και τώρα μέσα στις μαύρες ώρες σου, μέσα στην καταχνιά σου, μπορεί να γεννήσεις κάτι απροσδόκητο για όλο τον κόσμο. Κάτι ξανά avant garde, όπως παλαιά, μόνο με όρους του σήμερα. Γιατί σε σένα έλαχε να σωρρεύσεις τη χυδαιότητα του συστήματος και που θα πάει…. Θα την ξεράσεις πίσω.

Επιστροφή στην Πάτρα. Είναι δειλινό, ο αέρας μοσχοβολά, ο φρέσκος πεζόδρομος της Ρήγα Φεραίου λαμπυρίζει, οι μουσικές ξεχύνονται από τα μαγαζιά, τα ζευγαράκια πιάνονται χέρι χέρι. Μα πώς ρε παιδιά, πάνω σφάζονται, γίνεται πόλεμος, ο αέρας μυρίζει κίνδυνο και χημικά. Πριν λίγες ώρες ήμουν εκεί. Και εδώ… ο παραμορφωτικός φακός της επαρχίας. Επιστροφή στην υπνωτιστική joie de la vie. Μην παραμυθιάζεσαι όμως κοπελιά. Γιατί την ντόπα της αλήθειας την πήρες. Είναι απλά παράλληλοι κόσμοι.

Σκέφτομαι την πορεία, τις μαύρες κουκούλες κάτω από τον αττικό ουρανό, τα κόκκινα μάτια από τα δακρυγόνα, τους μπάτσους με τα γκλομπς, τα βλέμματα που συνάντησα, τα λόγια που αντάλλαξα.

-Πώς πέρασες στην Αθήνα;

-Καλά, πολύ καλά.

Το πνεύμα σπινθηρίζει. Η συνείδηση αστράφτει. Και κάθομαι κάτω να γράψω τούτες τις γραμμές.


Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Οι στιγμές

Υπάρχουν μερικές μαγικές στιγμές στη ζωή μας.


Δεν είναι πολλές. Νομίζουμε πως είναι, αλλά δεν είναι. Μέσα στο πεπερασμένο διάστημά μας ίσως και να μην ξεπερνούν τις δέκα.

Και όταν το καλοσκεφτείς, όταν τις κάνεις σούμα και τις αθροίσεις, τότε σκέφτεσαι τη σπίθα του χρόνου, το τσαφ που άναψε και έσβησε. Ήταν τότε, πριν από δέκα χρόνια, ήταν άλλη μία πριν από έξι και μία πιο πρόσφατη, πριν από έξι μήνες.

Που ο χρόνος ακινητοποιήθηκε. Που όλα, το φως του δωματίου, η θέα από το παράθυρο, η όψη των αντικειμένων, οι ήχοι του δρόμου, τα λόγια που αντάλλαξες, το άγγιγμα που ένιωσες, τα λόγια που μίλησες και άκουσες, το βλέμμα που είδες, όλα, έσκισαν το φράγμα της αντιληπτής πραγματικότητας και εγγράφηκαν παντοτινά στο βινύλιο της συνείδησης. Στο βινύλιο του σύμπαντος. Οι αυτούσιες, οι αληθινές, οι πέρα ως πέρα στιγμές της ευτυχίας. Γιατί αυτό είναι η ευτυχία, δέκα στιγμές. Και ενδιάμεσα το θέατρο, η αταβιστική πράξη της ζωής.

Φύλαγε τες τις στιγμές αυτές. Φύλαγέ τες σαν την πιο πολύτιμη παρακαταθήκη σου. Δε θα ναι πολλές. Και μια φορά στα δέκα χρόνια να τον βάζεις αυτό το δίσκο να παίζει. Για να σου υπενθυμίζει ταυτόχρονα τη στιγμή και την αιωνιότητα.

Για να σκέφτεσαι και εσύ μικρό, αξιοθρήνητο, σάρκινο πλάσμα πώς είχες ένα ελάχιστο δικαίωμα στον παράδεισο._